Εγχειρίζω στα φινλανδικά
Μετάφραση: εγχειρίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
toimia, johtaa, käyttää, operoida, vaikuttaa, encheirizo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγχειρίζω
εγχειρίζω λεξικό, εγχειρίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, εγχειρίζω στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- εγχείρηση στα φινλανδικά - toiminta, käynti, leikkaus, toimi, touhu, kirurgia, leikkauksen, ...
- εγχειρίδιο στα φινλανδικά - ohje, käsikirja, opas, opaskirja, manuaalinen, oppaat, käsikirjan, ...
- εγωισμός στα φινλανδικά - egoismi, itsekkyyden, egoismin, itsekkyys, itsekkyyttä
- εγωιστής στα φινλανδικά - itsekäs, egoisti, Egoist, Egoistin
Τυχαίες λέξεις
Εγχειρίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: toimia, johtaa, käyttää, operoida, vaikuttaa, encheirizo
Μεταφράσεις: toimia, johtaa, käyttää, operoida, vaikuttaa, encheirizo