Διασταύρωση στα ιταλικά
Μετάφραση: διασταύρωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
unione, giunzione, giuntura, svincolo, bivio, di giunzione, nodo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασταύρωση
διασταύρωση πεύκου, διασταύρωση ελέγχου, διασταύρωση αφμ, διασταύρωση αίματοσ, διασταύρωση σκύλων, διασταύρωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, διασταύρωση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- διαστέλλω στα ιταλικά - ampliare, dilatare, dilatarsi, dilatano, dilatare i, dilatazione
- διασταλτός στα ιταλικά - dilatabile, dilatabili
- διαστολή στα ιταλικά - espansione, allargamento, ingrandimento, ampliamento, di espansione, l'espansione, dilatazione, ...
- διαστρεβλώνω στα ιταλικά - ordito, ingarbugliare, garble, travisare, distorcere, imbrogliare
Τυχαίες λέξεις
Διασταύρωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: unione, giunzione, giuntura, svincolo, bivio, di giunzione, nodo
Μεταφράσεις: unione, giunzione, giuntura, svincolo, bivio, di giunzione, nodo