Διασταύρωση στα φινλανδικά
Μετάφραση: διασταύρωση, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhteys, yhdistäminen, liittymäkohta, risteys, liittymä, liitoskohta, risteyksessä, risteykseen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασταύρωση
διασταύρωση πεύκου, διασταύρωση ελέγχου, διασταύρωση αφμ, διασταύρωση αίματοσ, διασταύρωση σκύλων, διασταύρωση λεξικό γλώσσας φινλανδικά, διασταύρωση στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- διαστέλλω στα φινλανδικά - paisuttaa, täsmentää, laventaa, laajeta, laajentaa, dilate, laajentavat, ...
- διασταλτός στα φινλανδικά - dilatable
- διαστολή στα φινλανδικά - laajentuminen, laajeneminen, jatke, pöhötys, laajennus, laajentamiseen, laajentaminen, ...
- διαστρεβλώνω στα φινλανδικά - kieroutuma, vääristää, vääristymä, vääristyä, typistää, vääristellä
Τυχαίες λέξεις
Διασταύρωση στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: yhteys, yhdistäminen, liittymäkohta, risteys, liittymä, liitoskohta, risteyksessä, risteykseen
Μεταφράσεις: yhteys, yhdistäminen, liittymäkohta, risteys, liittymä, liitoskohta, risteyksessä, risteykseen