Διασταύρωση στα ολλανδικά
Μετάφραση: διασταύρωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
vereniging, aansluiting, knooppunt, kruising, afslag, splitsing, kruispunt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασταύρωση
διασταύρωση πεύκου, διασταύρωση ελέγχου, διασταύρωση αφμ, διασταύρωση αίματοσ, διασταύρωση σκύλων, διασταύρωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διασταύρωση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διαστέλλω στα ολλανδικά - verwijden, uitzetten, dilateren, dilate, verwijden de
- διασταλτός στα ολλανδικά - uitzetbaar, uitzetbare
- διαστολή στα ολλανδικά - expansie, vergroting, uitzetting, uitbreiding, groei, uitbreiding van
- διαστρεβλώνω στα ολλανδικά - verdraaien, verminken, verminkt, onherkenbaar, garble
Τυχαίες λέξεις
Διασταύρωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: vereniging, aansluiting, knooppunt, kruising, afslag, splitsing, kruispunt
Μεταφράσεις: vereniging, aansluiting, knooppunt, kruising, afslag, splitsing, kruispunt