Διασταύρωση στα ουκρανικά
Μετάφραση: διασταύρωση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дратівливий, нервовий, з'єднання, підключення, поєднання, сполука, сполучення
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασταύρωση
διασταύρωση πεύκου, διασταύρωση ελέγχου, διασταύρωση αφμ, διασταύρωση αίματοσ, διασταύρωση σκύλων, διασταύρωση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διασταύρωση στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διαστέλλω στα ουκρανικά - розвивати, ширити, розкидати, розтягати, поширюватися, розповсюджуватися, поширюватиметься, ...
- διασταλτός στα ουκρανικά - розтяжний, розтяжним, безрозмірний
- διαστολή στα ουκρανικά - розповсюджування, розповсюдження, поширення, поширювання, простір, експансія, розширення
- διαστρεβλώνω στα ουκρανικά - попереджає, спотворення, перекручування, викривлення, перекручення
Τυχαίες λέξεις
Διασταύρωση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дратівливий, нервовий, з'єднання, підключення, поєднання, сполука, сполучення
Μεταφράσεις: дратівливий, нервовий, з'єднання, підключення, поєднання, сполука, сполучення