Διασταύρωση στα εσθονικά
Μετάφραση: διασταύρωση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
liitmik, teedesõlm, liiklussõlm, Junction, ristmikul, ristmiku, ristteel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διασταύρωση
διασταύρωση πεύκου, διασταύρωση ελέγχου, διασταύρωση αφμ, διασταύρωση αίματοσ, διασταύρωση σκύλων, διασταύρωση λεξικό γλώσσας εσθονικά, διασταύρωση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- διαστέλλω στα εσθονικά - laiendama, paisuma, laienema, laienevad, dilatatsiooni, laiendage
- διασταλτός στα εσθονικά - dilatable
- διαστολή στα εσθονικά - edasiarendus, laiendamine, laienemine, paisumine, laienemist, laiendamise, laiendamiseks
- διαστρεβλώνω στα εσθονικά - hoiatavalt, võltsing, võltsima, moonutama, Typistää, falsifitseerima
Τυχαίες λέξεις
Διασταύρωση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: liitmik, teedesõlm, liiklussõlm, Junction, ristmikul, ristmiku, ristteel
Μεταφράσεις: liitmik, teedesõlm, liiklussõlm, Junction, ristmikul, ristmiku, ristteel