Ξηρασία στα ιταλικά
Μετάφραση: ξηρασία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
siccità, la siccità, alla siccità, di siccità, della siccità
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξηρασία
ξηρασία κόλπου, ξηρασία θεραπεία, ξηρασία στον κόλπο, πνευματική ξηρασία, ξηρασία ορισμός, ξηρασία λεξικό γλώσσας ιταλικά, ξηρασία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ξεχωριστός στα ιταλικά - separare, dividere, separato, separarsi, a parte, separata, indipendente, ...
- ξεχύνομαι στα ιταλικά - affollamento, frangente, ondata, picchi, impulso, sovratensioni, sovratensione
- ξηρός στα ιταλικά - secco, asciugare, seccare, arido, croccante, asciutto, ironico, ...
- ξηρότητα στα ιταλικά - secchezza, siccità, aridità, secco, la secchezza
Τυχαίες λέξεις
Ξηρασία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: siccità, la siccità, alla siccità, di siccità, della siccità
Μεταφράσεις: siccità, la siccità, alla siccità, di siccità, della siccità