Ξηρασία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ξηρασία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
secas, seca, a seca, à seca, estiagem
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξηρασία
ξηρασία κόλπου, ξηρασία θεραπεία, ξηρασία στον κόλπο, πνευματική ξηρασία, ξηρασία ορισμός, ξηρασία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ξηρασία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ξεχωριστός στα πορτογαλικά - fender, sentença, apartar, separar, repartir, romper, partir, ...
- ξεχύνομαι στα πορτογαλικά - surto, onda, sobretensão, vaga, aumento
- ξηρός στα πορτογαλικά - árido, enxugar, secar, enxuto, bêbedo, seco, seca, ...
- ξηρότητα στα πορτογαλικά - aridez, secura, à secura, ressecamento, secagem
Τυχαίες λέξεις
Ξηρασία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: secas, seca, a seca, à seca, estiagem
Μεταφράσεις: secas, seca, a seca, à seca, estiagem