Ξηρασία στα ουγγρικά
Μετάφραση: ξηρασία, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
aszály, szárazság, az aszály, a szárazság, aszályok
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξηρασία
ξηρασία κόλπου, ξηρασία θεραπεία, ξηρασία στον κόλπο, πνευματική ξηρασία, ξηρασία ορισμός, ξηρασία λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ξηρασία στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ξεχωριστός στα ουγγρικά - önálló, különálló, elkülönített, külön, különböző
- ξεχύνομαι στα ουγγρικά - túlfeszültség, kiegyenlítő, hullám, megugrása
- ξηρός στα ουγγρικά - szárított, porított, száraz, vízmentes, szárazon, szárazanyag
- ξηρότητα στα ουγγρικά - szárazság, szárazra pároljuk, szárazra, kiszáradását, szárazra pároltuk
Τυχαίες λέξεις
Ξηρασία στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: aszály, szárazság, az aszály, a szárazság, aszályok
Μεταφράσεις: aszály, szárazság, az aszály, a szárazság, aszályok