Ξηρασία στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξηρασία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
droogte, de droogte, van droogte
Ξηρασία στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξηρασία

ξηρασία κόλπου, ξηρασία θεραπεία, ξηρασία στον κόλπο, πνευματική ξηρασία, ξηρασία ορισμός, ξηρασία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξηρασία στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξεχωριστός στα ολλανδικά - splitsen, afzonderlijk, verdelen, afscheiden, scheiden, delen, afbreken, ...
  • ξεχύνομαι στα ολλανδικά - toevloed, bloedaandrang, aandrang, golf, stijging, schommeling, stijging van, ...
  • ξηρός στα ολλανδικά - droogvallen, dor, verdrogen, opdrogen, uitdrogen, afdrogen, droog, ...
  • ξηρότητα στα ολλανδικά - droogheid, droogte, droog, droge, een droge
Τυχαίες λέξεις
Ξηρασία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: droogte, de droogte, van droogte