Αμύνομαι στα λατινικά

Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » λατινικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λατινικά
Μεταφράσεις:
munio
Αμύνομαι στα λατινικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμύνομαι

αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας λατινικά, αμύνομαι στα λατινικά

Μεταφράσεις

  • αμύγδαλο στα λατινικά - amygdalum
  • αν στα λατινικά - si
  • ανά στα λατινικά - in
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα λατινικά - Λεξικό: ελληνικά » λατινικά
Μεταφράσεις: munio