Αμύνομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
verweren, verdedigen, mezelf te verdedigen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύνομαι
αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμύνομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αμόνι στα ολλανδικά - aanbeeld, aambeeld, Anvil, het aambeeld, van Anvil
- αμύγδαλο στα ολλανδικά - amandel, amandelen, amandel-, amandelbomen
- αν στα ολλανδικά - zo, wanneer, of, indien, als, ingeval
- ανά στα ολλανδικά - binnen, te, per, in, € per
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: verweren, verdedigen, mezelf te verdedigen
Μεταφράσεις: verweren, verdedigen, mezelf te verdedigen