Αμύνομαι στα ουγγρικά
Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megvédeni magam, megvédjem magam, védeni magam, védjem meg magam, megvédeni magamat
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύνομαι
αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αμύνομαι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αμόνι στα ουγγρικά - üllő, üllőt, üllőre, az üllő, ütköző
- αμύγδαλο στα ουγγρικά - mandula, mandulás, mandulával, mandulaolaj, a mandula
- αν στα ουγγρικά - ha, amennyiben, esetén, ha a
- ανά στα ουγγρικά - per, egy, után, jutó, száma
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: megvédeni magam, megvédjem magam, védeni magam, védjem meg magam, megvédeni magamat
Μεταφράσεις: megvédeni magam, megvédjem magam, védeni magam, védjem meg magam, megvédeni magamat