Αμύνομαι στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
абараняць, абараніць
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύνομαι
αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αμύνομαι στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αμόνι στα λευκορωσικά - кавадла, наковальня
- αμύγδαλο στα λευκορωσικά - міндаль, міндалем
- αν στα λευκορωσικά - калі
- ανά στα λευκορωσικά - за
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: абараняць, абараніць
Μεταφράσεις: абараняць, абараніць