Αμύνομαι στα τούρκικα
Μετάφραση: αμύνομαι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kendimi, kendim, kendime
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύνομαι
αμύνομαι αρχαια, αμύνομαι κλιση, αμύνομαι λεξικό γλώσσας τούρκικα, αμύνομαι στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αμόνι στα τούρκικα - örs, Anvil, The Anvil, bir örs, örsün
- αμύγδαλο στα τούρκικα - badem, Almond, bademli
- αν στα τούρκικα - eğer, ise, varsa, durumunda, halinde
- ανά στα τούρκικα - vasıtasıyla, başına, başı, ortalama, gecelik, göre
Τυχαίες λέξεις
Αμύνομαι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kendimi, kendim, kendime
Μεταφράσεις: kendimi, kendim, kendime