Καθρέφτης στα λευκορωσικά

Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
люстра, лёд, люстэрка, Зеркало
Καθρέφτης στα λευκορωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθρέφτης

καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καθρέφτης στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • καθορισμένος στα λευκορωσικά - пошта, узяць, падымаццa, саджаць, фіксаваны
  • καθοριστικός στα λευκορωσικά - вызначальнік, вызначнік
  • καθυστέρηση στα λευκορωσικά - затрымка
  • καθυστερημένος στα λευκορωσικά - разумова
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: люстра, лёд, люстэрка, Зеркало