Καθρέφτης στα ιταλικά

Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riflettere, specchio, dello specchio, specchietto, specchio di, a specchio
Καθρέφτης στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθρέφτης

καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας ιταλικά, καθρέφτης στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • καθορισμένος στα ιταλικά - porre, complesso, guarnizione, calare, posare, posto, insieme, ...
  • καθοριστικός στα ιταλικά - decisivo, determinante, fattore determinante, determinanti, determinante per
  • καθυστέρηση στα ιταλικά - tardare, dilazione, ritardare, ritardo, rapina, spostare, indugio, ...
  • καθυστερημένος στα ιταλικά - ritardato, ritardata, ritardati, ritardo, un ritardo
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: riflettere, specchio, dello specchio, specchietto, specchio di, a specchio