Καθρέφτης στα ουγγρικά
Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tükör, Mirror, tükröt, tükörben, tükörrel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθρέφτης
καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας ουγγρικά, καθρέφτης στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- καθορισμένος στα ουγγρικά - napnyugta, irányzat, megállapított, garnitúra, kötött, díszlet, halmaz, ...
- καθοριστικός στα ουγγρικά - meghatározó, döntő, meghatározója, determináns, determinánst
- καθυστέρηση στα ουγγρικά - útonállás, késleltetés, késedelem, késleltetési, késés, késlekedés
- καθυστερημένος στα ουγγρικά - visszamaradt, retardált, fogyatékos, késleltetett, visszamaradott
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: tükör, Mirror, tükröt, tükörben, tükörrel
Μεταφράσεις: tükör, Mirror, tükröt, tükörben, tükörrel