Καθρέφτης στα πορτογαλικά
Μετάφραση: καθρέφτης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
minutos, espelho, reflectir, espelho de, do espelho, mirror, de espelho
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθρέφτης
καθρέφτης αλμωπίας, καθρέπτης μπάνιου, καθρέφτης ικεα, καθρέφτης όνειρο, καθρέφτης αυτοκινήτου για μωρά, καθρέφτης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθρέφτης στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- καθορισμένος στα πορτογαλικά - bando, travar, grupo, aparelho, terno, cáfila, sessão, ...
- καθοριστικός στα πορτογαλικά - determinante, determinantes, fator determinante, factor determinante
- καθυστέρηση στα πορτογαλικά - adiar, atraso, tardar, retardar, demorar, adiamento, alongar, ...
- καθυστερημένος στα πορτογαλικά - piche, retrógrado, atrasado, asfaltar, tarde, alcatrão, retardado, ...
Τυχαίες λέξεις
Καθρέφτης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: minutos, espelho, reflectir, espelho de, do espelho, mirror, de espelho
Μεταφράσεις: minutos, espelho, reflectir, espelho de, do espelho, mirror, de espelho