Αποβλέπω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αποβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
taikinys, atstatyti, tikslas, tikslai, tikslus, siekiama, tikslų
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποβλέπω
αποβλέπω μετάφραση, αποβλέπω συνώνυμα, προβλέπω συνώνυμο, προβλέπω ετυμολογία, αποβλέπω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αποβλέπω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αποβάλλω στα λιθουανικά - išvaryti, pašalinti, išsiųsti, išsiųsti iš šalies, išstumkite
- αποβλάκωση στα λιθουανικά - suglumimas, Apstulbums, Ogłupienie, Oszołomienie, apstulbimas
- αποβλακώνω στα λιθουανικά - atbukinti, nustėrti, apkvaišinti, svaiginti, Ogłupiać
- αποβολή στα λιθουανικά - abortas, abortų, abortai, abortą, abortus
Τυχαίες λέξεις
Αποβλέπω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: taikinys, atstatyti, tikslas, tikslai, tikslus, siekiama, tikslų
Μεταφράσεις: taikinys, atstatyti, tikslas, tikslai, tikslus, siekiama, tikslų