Αποβλέπω στα τούρκικα

Μετάφραση: αποβλέπω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
niyet, meram, hedef, amaç, amaçları, amacı, amaçlar, hedefleri
Αποβλέπω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποβλέπω

αποβλέπω μετάφραση, αποβλέπω συνώνυμα, προβλέπω συνώνυμο, προβλέπω ετυμολογία, αποβλέπω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αποβλέπω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αποβάλλω στα τούρκικα - sundurma, hangar, baraka, kovmak, çıkarmak, sınırdışı, sınır dışı, ...
  • αποβλάκωση στα τούρκικα - uyuşukluk, şaşalama, sersemleme, uyuşma
  • αποβλακώνω στα τούρκικα - şaşırtmak, afallatmak, bunaltmak, uyuşturmak, sersemletmek
  • αποβολή στα τούρκικα - düşük, kürtaj, abortus, düşüğün, kürtajın
Τυχαίες λέξεις
Αποβλέπω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: niyet, meram, hedef, amaç, amaçları, amacı, amaçlar, hedefleri