Γενική στα λιθουανικά
Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kilmininkas, bendras, apskritai, bendra, bendrojo, bendrasis
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενική
γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας λιθουανικά, γενική στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- γενιά στα λιθουανικά - karta, kartos, gamybos, gamyba, generavimas
- γενικά στα λιθουανικά - paprastai, apskritai, visuotinai, bendrai, dažniausiai
- γενικός στα λιθουανικά - visuotinis, generolas, bendras, apskritai, bendra, bendrojo, bendrasis
- γενικότητα στα λιθουανικά - bendrumas, visuotinumu, Universalumas, bendrybė, Apibendrinti
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kilmininkas, bendras, apskritai, bendra, bendrojo, bendrasis
Μεταφράσεις: kilmininkas, bendras, apskritai, bendra, bendrojo, bendrasis