Γενική στα ισπανικά
Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
genitivo, general, general de, en general, generales
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενική
γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας ισπανικά, γενική στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- γενιά στα ισπανικά - generación, generación de, la generación, la generación de, de generación
- γενικά στα ισπανικά - generalmente, en general, general, lo general
- γενικός στα ισπανικά - entero, universal, público, general, global, general de, en general, ...
- γενικότητα στα ισπανικά - generalidad, la generalidad, carácter general, generalización
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: genitivo, general, general de, en general, generales
Μεταφράσεις: genitivo, general, general de, en general, generales