Γενική στα τσεχικά
Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
genitiv, obecný, obecně, všeobecný, generální, celkový
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενική
γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας τσεχικά, γενική στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- γενιά στα τσεχικά - pokolení, plození, generování, výroba, generace, tvoření, generaci, ...
- γενικά στα τσεχικά - zpravidla, obyčejně, obvykle, všeobecně, obecně, většinou
- γενικός στα τσεχικά - úplný, generální, kombinéza, hlavní, povšechný, montérky, všeobecný, ...
- γενικότητα στα τσεχικά - generalizace, všeobecnost, obecnost, obecnosti, obecností, jsou všeobecné
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: genitiv, obecný, obecně, všeobecný, generální, celkový
Μεταφράσεις: genitiv, obecný, obecně, všeobecný, generální, celkový