Γενική στα τούρκικα

Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
genel, General, genel bir, genel olarak
Γενική στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενική

γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας τούρκικα, γενική στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • γενιά στα τούρκικα - nesil, üretim, kuşak, üretimi, oluşturma
  • γενικά στα τούρκικα - genellikle, genel, genel olarak, genelde
  • γενικός στα τούρκικα - evrensel, genel, General, genel bir, genel olarak
  • γενικότητα στα τούρκικα - genellik, genelliğini, generality, genelliği, bir genellemedir
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: genel, General, genel bir, genel olarak