Γενική στα πορτογαλικά

Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
geral, general, gerais, em geral
Γενική στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γενική

γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, γενική στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • γενιά στα πορτογαλικά - gere, geração, geração de, produção, de geração, a geração
  • γενικά στα πορτογαλικά - generalizar, geralmente, geral, em geral, modo geral
  • γενικός στα πορτογαλικά - todo, totalitário, geral, universal, total, inteiro, sobre, ...
  • γενικότητα στα πορτογαλικά - generalidade, generalização, a generalidade, de generalidade
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: geral, general, gerais, em geral