Γενική στα φινλανδικά
Μετάφραση: γενική, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yleinen, yleisen, yleistä, yleiset, yleisiä
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γενική
γενική γραμματεία καταναλωτή, γενική γραμματεία ισότητας, γενική γραμματεία πληροφοριακών συστημάτων, γενική γραμματεία εμπορίου, γενική γραμματεία δια βίου μάθησης, γενική λεξικό γλώσσας φινλανδικά, γενική στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- γενιά στα φινλανδικά - ikäluokka, sukupolvi, sukupolven, sukupolvea, polven, tuotanto
- γενικά στα φινλανδικά - yleisesti, ylipäänsä, ylimalkaan, useimmiten, yleensä, yleisesti ottaen, tavallisesti, ...
- γενικός στα φινλανδικά - koko, ylimalkainen, yleinen, yleistä, yleisen, yleiset, yleisiä
- γενικότητα στα φινλανδικά - yleistys, yleisyys, yleisyyttä, yleispätevyyttä, yleisluonteisuus, yleisyyden
Τυχαίες λέξεις
Γενική στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: yleinen, yleisen, yleistä, yleiset, yleisiä
Μεταφράσεις: yleinen, yleisen, yleistä, yleiset, yleisiä