Ακονίζω στα ουγγρικά
Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kihegyez, élesít, élesíteni, élesítés, élesítéséhez
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακονίζω
ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ακονίζω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ακολουθία στα ουγγρικά - alábbi, fedezet, követés, slepp, szvit, párthívek, sorrend, ...
- ακολουθώ στα ουγγρικά - következik, követ, kövesse, követni, követik
- ακουμπώ στα ουγγρικά - girhes, üres, lefogyott, érintés, érint, érintse meg, érintse, ...
- ακουστική στα ουγγρικά - akusztika, hangtan, akusztikai, akusztikája, akusztikával, akusztikájú
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: kihegyez, élesít, élesíteni, élesítés, élesítéséhez
Μεταφράσεις: kihegyez, élesít, élesíteni, élesítés, élesítéséhez