Ακονίζω στα πολωνικά
Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naostrzyć, temperować, wyostrzyć, podniecać, zaostrzać, ostrzyć, zaostrzyć, wyostrzenie
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακονίζω
ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, ακονίζω στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- ακολουθία στα πολωνικά - konwój, zestaw, następowanie, następny, towarzysz, zwolennik, szereg, ...
- ακολουθώ στα πολωνικά - śledzić, asystować, iść, podążać, akompaniować, nastąpić, załączać, ...
- ακουμπώ στα πολωνικά - opierać, szczupły, wychylać, chudy, niskokaloryczny, nachylić, nieurodzajny, ...
- ακουστική στα πολωνικά - akustyka, Acoustics, akustyki, akustykę, akustyczne
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: naostrzyć, temperować, wyostrzyć, podniecać, zaostrzać, ostrzyć, zaostrzyć, wyostrzenie
Μεταφράσεις: naostrzyć, temperować, wyostrzyć, podniecać, zaostrzać, ostrzyć, zaostrzyć, wyostrzenie