Ακονίζω στα φινλανδικά

Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kärjistää, hioa, terävöityä, teroittaa, terävöittää, sharpen, teroita, terävöittämiseksi
Ακονίζω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακονίζω

ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, ακονίζω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθία στα φινλανδικά - jahti, saattaja, seuraava, kalusto, saattaminen, seuralainen, jahtaaminen, ...
  • ακολουθώ στα φινλανδικά - seurata, johtua, mukailla, liittää, jahdata, noudattaa, saattaa, ...
  • ακουμπώ στα φινλανδικά - solakka, laiha, sutjakka, kallistuma, kaltevuus, koskettaa, kosketa, ...
  • ακουστική στα φινλανδικά - akustiikka, akustiikan, akustiikkaa, akustiikkaan, akustiikasta
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: kärjistää, hioa, terävöityä, teroittaa, terävöittää, sharpen, teroita, terävöittämiseksi