Ακονίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acerar, afiar, afinar, aguçar, sharpen, aprimorar
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακονίζω
ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακονίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ακολουθία στα πορτογαλικά - seguinte, escapar, escolta, seguidores, escoltar, acompanhamento, seqüência, ...
- ακολουθώ στα πορτογαλικά - povo, seguir, suceder, acompanhar, povos, siga, seguem, ...
- ακουμπώ στα πορτογαλικά - delgado, encostar, inclinar, magro, liga, tocar, toque, ...
- ακουστική στα πορτογαλικά - acústica, a acústica, acústicas, acústico, acústica da
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: acerar, afiar, afinar, aguçar, sharpen, aprimorar
Μεταφράσεις: acerar, afiar, afinar, aguçar, sharpen, aprimorar