Ακονίζω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ακονίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изостри, ги изостри, заостри, остри, се изостри
Ακονίζω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακονίζω

ακονίζω μαχαίρια, πως ακονίζω, ακονίζω το μυαλό μου, ακονίζω στα αγγλικα, ακονίζω συνώνυμα, ακονίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ακονίζω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ακολουθία στα σλαβομακεδονικά - секвенца, редослед, низа, секвенцата, редоследот
  • ακολουθώ στα σλαβομακεδονικά - следете, следат, следи, го следат, го следи
  • ακουμπώ στα σλαβομακεδονικά - допир, допирајте, допрам, допре, допираат
  • ακουστική στα σλαβομακεδονικά - акустика, акустиката, акустичност, акустичната, акустичноста
Τυχαίες λέξεις
Ακονίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: изостри, ги изостри, заостри, остри, се изостри