Αποφασιστικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αποφασιστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
decisivo, decisiva, determinante, decisivas, decisivos
Αποφασιστικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποφασιστικός

αποφασιστικός στα αγγλικα, αποφασιστικός συνώνυμα, αποφασιστικός συνώνυμο, αποφασιστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αποφασιστικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αποφασίζω στα πορτογαλικά - regra, declaração, dirimir, fixar, determinar, ruína, arbitrar, ...
  • αποφασισμένος στα πορτογαλικά - determinado, determinada, determinados, determinadas, determinar
  • αποφασιστικότητα στα πορτογαλικά - decisões, decisão, alvo, fim, determinação, deliberação, a determinação, ...
  • αποφεύγω στα πορτογαλικά - evite, evacue, prevenir, poupar, evitar, presumir, evadir, ...
Τυχαίες λέξεις
Αποφασιστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: decisivo, decisiva, determinante, decisivas, decisivos