Ευάλωτος στα νορβηγικά
Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
følsom, sårbar, sårbare, utsatt, sårbart, utsatte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευάλωτος
ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ευάλωτος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ετυμολογία στα νορβηγικά - etymologi, etymology, etymologien, etymologiske
- ευάερος στα νορβηγικά - luftig, luftige
- ευάρεστος στα νορβηγικά - behagelig, behagelige, behage
- ευέξαπτος στα νορβηγικά - irritabel, temperaments, temperaments fulle, temperamentsfulle, temperamentsfull
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: følsom, sårbar, sårbare, utsatt, sårbart, utsatte
Μεταφράσεις: følsom, sårbar, sårbare, utsatt, sårbart, utsatte