Ευάλωτος στα ρωσικά

Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ранимый, обидчивый, уязвимый, впечатлительный, уязвимы, уязвимыми, уязвимым, уязвимой
Ευάλωτος στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευάλωτος

ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας ρωσικά, ευάλωτος στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • ετυμολογία στα ρωσικά - этимология, этимологии, этимологию
  • ευάερος στα ρωσικά - грациозный, веселый, легкий, пустой, воздушный, просторный, легкомысленный, ...
  • ευάρεστος στα ρωσικά - приятный, покладистый, уютный, приятным, приятно, согласны, приятное
  • ευέξαπτος στα ρωσικά - темпераментный, раздражимый, обидчивый, впечатлительный, раздражительный, азартный, воспаленный, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: ранимый, обидчивый, уязвимый, впечатлительный, уязвимы, уязвимыми, уязвимым, уязвимой