Ευάλωτος στα ισλανδικά
Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
viðkvæm, viðkvæmt, varnarlaus, berskjölduð, viðkvæmari
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευάλωτος
ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ευάλωτος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ετυμολογία στα ισλανδικά - orðsifjafræði
- ευάερος στα ισλανδικά - Airy, loftgóður, loftmikil, loftgóð
- ευάρεστος στα ισλανδικά - agreeable
- ευέξαπτος στα ισλανδικά - skapstór, temperamental
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: viðkvæm, viðkvæmt, varnarlaus, berskjölduð, viðkvæmari
Μεταφράσεις: viðkvæm, viðkvæmt, varnarlaus, berskjölduð, viðkvæmari