Ευάλωτος στα σουηδικά
Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sårbar, sårbara, utsatta, känsliga, utsatt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευάλωτος
ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ευάλωτος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ετυμολογία στα σουηδικά - etymologi, etymology, etymologin, etymologyen, etymologiska
- ευάερος στα σουηδικά - luftig, luftiga, luftigt
- ευάρεστος στα σουηδικά - trevlig, behaglig, angenämt, angenäm, angenäma, trevligt
- ευέξαπτος στα σουηδικά - temperaments, temperamentsfull, temperamentsfulla, lynnig, temperamental
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: sårbar, sårbara, utsatta, känsliga, utsatt
Μεταφράσεις: sårbar, sårbara, utsatta, känsliga, utsatt