Ευάλωτος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vulnerável, vulneráveis, vulnerabilidade
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευάλωτος
ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ευάλωτος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ετυμολογία στα πορτογαλικά - etimologia, etymology, a etimologia
- ευάερος στα πορτογαλικά - arejado, arejados, arejada, airy
- ευάρεστος στα πορτογαλικά - agradável, agradáveis, aceitável, agreeable
- ευέξαπτος στα πορτογαλικά - temperamental, instável, temperamentais, temperamento
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vulnerável, vulneráveis, vulnerabilidade
Μεταφράσεις: vulnerável, vulneráveis, vulnerabilidade