Ευάλωτος στα ιταλικά

Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sensibile, vulnerabile, vulnerabili, vulnerabilità, esposti
Ευάλωτος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευάλωτος

ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ευάλωτος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ετυμολογία στα ιταλικά - etimologia, etimo, l'etimologia, all'etimologia, etymology
  • ευάερος στα ιταλικά - arioso, ariosa, ariose, airy, ariosi
  • ευάρεστος στα ιταλικά - piacevole, gradevole, conforme, simpatico, bene, piacevoli, gradevoli
  • ευέξαπτος στα ιταλικά - seccato, irritabile, capriccioso, temperamento, temperamental, di temperamento, temperamentale
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: sensibile, vulnerabile, vulnerabili, vulnerabilità, esposti