Ευάλωτος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gevoelig, kwetsbaar, kwetsbare, kwetsbaar zijn, kwetsbaarder
Ευάλωτος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευάλωτος

ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ευάλωτος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ετυμολογία στα ολλανδικά - etymologie, de etymologie, etymology, etymologisch, woordafleiding
  • ευάερος στα ολλανδικά - luchtig, luchtige, frisse, ruime, fris
  • ευάρεστος στα ολλανδικά - plezierig, aangenaam, behaaglijk, sympathiek, genoeglijk, welgevallig, prettig, ...
  • ευέξαπτος στα ολλανδικά - kregel, balorig, gemelijk, slechtgehumeurd, onbeheerst, aangeboren, temperamentvol, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gevoelig, kwetsbaar, kwetsbare, kwetsbaar zijn, kwetsbaarder