Ευάλωτος στα ουκρανικά

Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
уразливість, уразливий, вразливий, вразлива, найвразливіший, найуразливіший
Ευάλωτος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ευάλωτος

ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ευάλωτος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ετυμολογία στα ουκρανικά - етимологія, Споріднені слова, Споріднені
  • ευάερος στα ουκρανικά - повітряна, повітряне, легковажний, повітряний, повітряну
  • ευάρεστος στα ουκρανικά - приємний, приємна, приємне
  • ευέξαπτος στα ουκρανικά - збудливість, дразливий, подразливість, дратівливість, темпераментний, темпераментна, темпераментне
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: уразливість, уразливий, вразливий, вразлива, найвразливіший, найуразливіший