Ευάλωτος στα κροατικά
Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
osjetljiv, ranjiv, ranjiva, ranjive, ranjivi, osjetljiva
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευάλωτος
ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας κροατικά, ευάλωτος στα κροατικά
Μεταφράσεις
- ετυμολογία στα κροατικά - etimologija, etimologiji, etimologije, potiče i, se etimologija
- ευάερος στα κροατικά - lakomislen, zračni, zračan, živahan, prozračan, prozračna, prozračni, ...
- ευάρεστος στα κροατικά - prijatan, odgovarajući, drag, suglasan, saglasan, ugodan, ugodna
- ευέξαπτος στα κροατικά - razdražljiv, preosjetljiv, uzbudljiv, hirovit, temperamentan, temperamentni, temperamentna, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: osjetljiv, ranjiv, ranjiva, ranjive, ranjivi, osjetljiva
Μεταφράσεις: osjetljiv, ranjiv, ranjiva, ranjive, ranjivi, osjetljiva