Ευάλωτος στα τούρκικα
Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
savunmasız, hassas, zayıf, açık, korunmasız
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευάλωτος
ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ευάλωτος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ετυμολογία στα τούρκικα - etimoloji, etimolojisi, etimolojik, etymology, bir etimoloji
- ευάερος στα τούρκικα - havadar, havadar bir, ferah
- ευάρεστος στα τούρκικα - hoş, hoş bir, uygun, tatlı, makbul
- ευέξαπτος στα τούρκικα - huysuz, maymun iştahlı, temperamental, mizaç, iştahlı, kaprisli
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: savunmasız, hassas, zayıf, açık, korunmasız
Μεταφράσεις: savunmasız, hassas, zayıf, açık, korunmasız