Ευάλωτος στα εσθονικά
Μετάφραση: ευάλωτος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
haavatavus, haavatav, haavatavate, haavatavad, haavatavatele, haavatavamate
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευάλωτος
ευάλωτος πελάτης - άτομο άνω των 70 ετών, ευάλωτος συνωνυμο, ευάλωτος αντωνυμο, ευάλωτος λεξικο, ευάλωτος στα αγγλικα, ευάλωτος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ευάλωτος στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- ετυμολογία στα εσθονικά - etümoloogia, Nimisõna, etümoloogiat, etümoloogiast, etümoloogiaga
- ευάερος στα εσθονικά - õhuline, õhulise, õhurikas, õhulised, õhurikkas
- ευάρεστος στα εσθονικά - meeldiv, nõus, meeldiva, sobiv, vastuvõetav
- ευέξαπτος στα εσθονικά - erutuv, hell, närviline, tujukas, temperamentne, tasakaalukas, rahulik, ...
Τυχαίες λέξεις
Ευάλωτος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: haavatavus, haavatav, haavatavate, haavatavad, haavatavatele, haavatavamate
Μεταφράσεις: haavatavus, haavatav, haavatavate, haavatavad, haavatavatele, haavatavamate