Λαξευτής στα λιθουανικά

Μετάφραση: λαξευτής, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skulptorius, chiseler
Λαξευτής στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαξευτής

λαξευτής λεξικό γλώσσας λιθουανικά, λαξευτής στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • λανθασμένος στα λιθουανικά - blogai, neteisingas, neteisingai, negerai, klaidingai
  • λανολίνη στα λιθουανικά - lanolinas
  • λαξεύω στα λιθουανικά - skaptas, kaltas, tašyti, kapoti, Ciosać, ištašyti, atkirsti
  • λαρδί στα λιθουανικά - taukai, kiaulinių taukų, kiaulinius taukus, taukų, kiauliniai taukai
Τυχαίες λέξεις
Λαξευτής στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skulptorius, chiseler