Λαξευτής στα ισλανδικά
Μετάφραση: λαξευτής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
chiseler
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαξευτής
λαξευτής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, λαξευτής στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- λανθασμένος στα ισλανδικά - rangt, úrskeiðis, röng, athugavert, rangur
- λανολίνη στα ισλανδικά - lanoline
- λαξεύω στα ισλανδικά - höggva, HEW, höggva til
- λαρδί στα ισλανδικά - lard, svínafeiti
Τυχαίες λέξεις
Λαξευτής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: chiseler
Μεταφράσεις: chiseler