Λαξευτής στα ολλανδικά

Μετάφραση: λαξευτής, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
chiseler
Λαξευτής στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαξευτής

λαξευτής λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λαξευτής στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λανθασμένος στα ολλανδικά - mis, verkeerd, fout, ongelijk, onrecht
  • λανολίνη στα ολλανδικά - lanoline, wolvet
  • λαξεύω στα ολλανδικά - uithouwen, beeldhouwen, beitel, uithakken, beitelen, houwen, HEW, ...
  • λαρδί στα ολλανδικά - reuzel, spek, varkensvet, lard, varkensreuzel
Τυχαίες λέξεις
Λαξευτής στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: chiseler