Λαξευτής στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: λαξευτής, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
chiseler
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λαξευτής
λαξευτής λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, λαξευτής στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- λανθασμένος στα σλαβομακεδονικά - ред, во ред, погрешно, погрешна, погрешен
- λανολίνη στα σλαβομακεδονικά - lanoline
- λαξεύω στα σλαβομακεδονικά - hew
- λαρδί στα σλαβομακεδονικά - сало, маст, свинска маст, свинската маст, свинска мас
Τυχαίες λέξεις
Λαξευτής στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: chiseler
Μεταφράσεις: chiseler