Λαξευτής στα βουλγαρικά

Μετάφραση: λαξευτής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
chiseler
Λαξευτής στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαξευτής

λαξευτής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λαξευτής στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • λανθασμένος στα βουλγαρικά - погрешно, грешен, неправилно, грешна, нередно
  • λανολίνη στα βουλγαρικά - ланолин
  • λαξεύω στα βουλγαρικά - скулптура, резец, сека, одялвам, отсичам, повалям, Отсечете
  • λαρδί στα βουλγαρικά - сало, свинска мас, мас, свинската мас, сланина, бекон
Τυχαίες λέξεις
Λαξευτής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: chiseler