Λαξευτής στα πολωνικά

Μετάφραση: λαξευτής, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rzeźbiarz, snycerz, chiseler
Λαξευτής στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λαξευτής

λαξευτής λεξικό γλώσσας πολωνικά, λαξευτής στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • λανθασμένος στα πολωνικά - źle, niewłaściwie, niewłaściwy, zły, zło, błędnie
  • λανολίνη στα πολωνικά - lanolina, lanolinę, lanoline, lanoliny
  • λαξεύω στα πολωνικά - ścinak, ryć, rozcinacz, wyciosać, rąbać, wyrzeźbić, dłutować, ...
  • λαρδί στα πολωνικά - szpikować, naszpikować, smalec, sadło, słonina, smalcu, smalcowy, ...
Τυχαίες λέξεις
Λαξευτής στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: rzeźbiarz, snycerz, chiseler